ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΜΗ ΛΕΚΤΙΚΩΝ ΘΕΡΑΠΕΙΩΝ ΚΑΙ ΜΟΥΣΙΚΟΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΙΑΣ ΣΤΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΜΠΕΝΕΝΤΖΟΝ
Άγιος Δομίνικος, 1η, 2η και 3η Αυγούστου 2014
Η ΗΘΙΚΗ ΤΟΥ ΜΗ ΛΕΚΤΙΚΟΥ
Καθ. Δρ. Ρολάντο Μπένεντζον
Αγαπητοί Magistri,
Καλωσορίσατε.
Σας ευχαριστώ για την παρουσία σας και, μαζί με αυτή, για τη συνεισφορά και την ενέργειά σας.
Συναντηθήκαμε εδώ χάριν στη Magister Ρίτα ντε λος Σάντος, συντονίστρια του Κέντρου Μπένεντζον στη Δομινικανή Δημοκρατία, η οποία κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες για να μπορέσει να γίνει αυτή η συνάντηση.
Ένα μεγάλο χειροκρότημα για αυτή.
Ένα από τα πιο μεγάλα προβλήματα του 21ου αιώνα είναι ότι έχουμε ξεχάσει την ηθική.
Ο άνθρωπος είναι στο έλεος της τεχνολογικής απομόνωσης και υπηρετεί τους παλμούς της.
Έχει δεχθεί εισβολή, είναι σε υπερδιέγερση, ερευνείται, διερευνείται, στιγματίζεται, αισθητικοποιείται, προκαλείται, γοητεύεται, επάγεται, διαγιγνώσκεται και συγκλονίζεται από μια μη ηθική κοινωνία.
Μια κοινωνία που ανταποκρίνεται μόνο στη δύναμη και στα πολιτικά και επιχειρησιακά συμφέροντα. Θέλω να ξεκαθαρίσω αμέσως ότι η ηθική έτσι όπως την κατανοώ εγώ μέσα από το μοντέλο δεν έχει καμία σχέση ούτε με τη δεοντολογία ούτε με τα ιδανικά.
Για το Μοντέλο Μπένεντζον ηθική σημαίνει εκμάθηση της αφούγκρασης, της αντίληψης, της αίσθησης και της αποδοχής του άλλου. Χωρίς μια ηθική που να βασίζεται στην αφούγκραση της επιθυμίας του άλλου δεν υπάρχει περίπτωση να γίνει συσχέτιση κατά τη θεραπεία. Γι’ αυτό το Μοντέλο νοιάζεται κυρίως για την ηθική.
Ο θεραπευτής υπόκειται σε όλα τα προηγούμενα, όπως οποιοσδήποτε άλλος άνθρωπος, αλλά περισσότερα από τους άλλους επειδή πρέπει να αναπτύξει μια συσχέτιση μέσα σε ένα θεσμό, ο οποίος μεγαλώνει ακόμα πιο πολύ την αντι-ηθική πλευρά της κοινωνίας και ο οποίος μετατρέπεται σε παραγωγό παραβάσεων και στρεβλώσεων προς αυτούς που βρίσκονται κάτω από την ηγεμονία της.
Η βασική ηθική του Μοντέλου είναι η διαφύλαξη, συγκράτηση και προστασία του ψυχοθεραπευτή, επειδή ένας ψυχοθεραπευτής υγιής και με καλή ποιότητα ζωής είναι καλό δοχείο για τον άλλο. Ο μπενεντζονιανός ψυχοθεραπευτής εκπαιδεύεται για να δημιουργήσει συνδέσεις με τον άλλο. Θα παρουσιάσω τη μεταφορά των πληγών. Η συσχέτιση είναι πληγή που ανοίγεται στο σώμα και των δύο συσχετιζόμενων, στην περίπτωσή μας, του ψυχοθεραπευτή και του ασθενούς. Όπως συμβαίνει με όλες τις πληγές, απαιτείται η μέγιστη προστασία για να μη μολυνθεί και για να μπορέσει να γίνει η θεραπεία που θα οδηγήσει στην επούλωσή της και στην επακόλουθη επιδιόρθωση. Σε αντίθεση όμως με την πληγή της χειρουργικής επέμβασης, την οποία έχει υποστεί μόνο ένας άνθρωπος, αυτή την πληγή την έχουν υποστεί και οι δύο ταυτόχρονα (οι δύο ή όλοι όσοι είναι μέρος της μη λεκτικής συσχέτισης), οι οποίοι μοιράζονται, επιπρόσθετα, μια διαδικασία συνεχούς καταστροφής και επιδιόρθωσης. Η πληγή πονάει και πληγώνει, αλλά ταυτόχρονα η προβλεπόμενη επιδιόρθωσή της προκαλεί ευχαρίστηση. Σε αυτή την πληγή είναι τα αισθήματα, τα συναισθήματα, οι παλμοί και τα acting που ματώνουν. Αφού πρόκειται για ανοικτή πληγή που εκτίθεται και στις δυο πλευρές, είναι απαραίτητες η προστασία και η προσοχή της, όπως και η μέγιστη ασηψία για να μπορέσει να εξελιχτεί. Κανείς δεν ξέρει τί θα γίνει σε αυτή τη συσχέτιση, η οποία είναι ένα βάδισμα ανάμεσα στο χάος και στο κενό, ανάμεσα στην άβυσσο και στη μαύρη τρύπα.
Όμως, γνωρίζουμε ότι οι πληγές επιδιορθώνονται καθώς ανοίγουν τα κανάλια επικοινωνίας.
Η ηθική του Μοντέλου είναι η μοναδική δυνατή προστασία για να συγκρατήσουμε και να προσέξουμε τη συσχέτιση. Ηθική σημαίνει να σκεφτούμε τον άλλο, να τον προσέχουμε και να τον προστατεύσουμε. Για το σκοπό αυτό πρέπει να του δώσουμε χώρο και χρόνο για να αναπτύξει τη σιωπή, τη δια-χρονικότητά, τη δια-χωρηκότητα, τη δια-πολικότητα, τη μετ-εμφάνιση και τη μετα-μεταβίβασή του. Η ηθική της συνάντησης στο μοντέλο της μη λεκτικής επικοινωνίας βασίζεται σε 9 αρχές:
Προστασία του θεραπευτή προσέχοντας την υγεία του, προστατεύοντας την ποιότητα ζωής του και αποφεύγοντας το burn out.
Πριν να σκεφτούμε τον ασθενή πρέπει να αναγνωρίσουμε τον εαυτό μας ως εκπαιδευμένος θεραπευτής, να ρωτήσουμε τον εαυτό μας:
Α) Νιώθω πραγματικά έτοιμος για να προσέχω και να προστατεύω τον άλλο;
B) Είμαι διατεθειμένος να δημιουργήσω, να κρατήσω και να ενισχύσω μη λεκτική συσχέτιση με κάποιον άλλο;
Αυτό σημαίνει να ανοίξουμε και να μοιραστούμε την πληγή που αποτελεί τη μη λεκτική συσχέτιση με τον άλλο.
Γ) Έχω αρκετή υγεία, ενέργειες, επιθυμία και ικανότητα για να επιβάλω στο θεσμό τις απαιτήσεις του Μοντέλου;
Με την έννοια ότι σε γενικές γραμμές οι θεσμοί είναι πηγές διαστρεβλώσεων ανάμεσα στις οποίες βρίσκεται το να μη σεβαστεί καμία από τις ηθικές αρχές του Μοντέλου.
Εργασία σε θεραπευτικό ζευγάρι:
Είναι απαραίτητο να συγκροτηθεί θεραπευτικό ζευγάρι και γι’ αυτό χρειάζεται χρόνος, κοινή πείρα, θέληση και συμβατικότητα.
Δεν είμαστε συνηθισμένοι να εργαστούμε σε θεραπευτικό ζευγάρι, να μοιραστούμε τη δύναμη, τη συγκράτηση, την προστασία των πληγών αμφοτέρων.
Το θεραπευτικό ζευγάρι είναι συγκροτημένο για να προστατεύει, να προσέχει, να συγκρατεί ο ένας τον άλλο, για να αντικαθρεφτίζονται και να αφουγκράζονται τις περισυλλογές τους.
Η συμμετοχή μπορεί να γίνει σε περισσότερα από ένα θεραπευτικά ζευγάρια και οι ρόλοι μπορούν να αλλάξουν σύμφωνα με τις εμπειρίες.
Είναι πολύ δύσκολο για το θεσμό να πληρώνει δυο μισθούς και να έχει ένα ασθενή.
Αλλά ανάμεσα στα πλεονεκτήματα είναι τα εξής:
A) Όταν μοιραζόμαστε τη συμπλήρωση των πρωτοκόλλων, εμβαθύνουμε στις διαδικασίες που ρυθμίζονται.
B) Ο ένας έχει απαιτήσεις από τον άλλο, τον οποίο και ελέγχει σε σχέση με την τήρηση των κανόνων του Μοντέλου.
C) Αλληλοσυγκρατούνται στη δυσανασχέτηση.
Ο ένας προστατεύει τον άλλο από το burn out και μαζί προβλέπουν προσεκτικά τα acting out που μπορούν να κάνουν.
D) Ο ασθενής αισθάνεται βαθιά συγκρατημένος και μπορεί να επιλέξει, επίσης, ανάμεσα σε δυο εναλλακτικές συσχετίσεις.
Μετατροπή του setting του μη λεκτικού σε κάτι ιερό:
Το setting είναι ο χώρος για τη χειρουργική της συσχέτισης, όπου είναι ανοικτές και οι δύο πληγές, και για αυτό τα δυο σώματα, αυτό του θεραπευτή και αυτό του ασθενούς, είναι σε πλήρη ρύθμιση, ενεργειακή αντίληψη και επικοινωνία.
Σε αυτό προστίθενται όλες οι συνέπειες της κβαντικής ψυχολογίας που περιβάλλουν τη συσχέτιση αυτή τη συγκεκριμένη στιγμή.
Για αυτό το setting είναι ιερό.
Όλα όσα συμβαίνουν, γίνονται και αναπτύσσονται εδώ θα συνεπάγουν άπειρες επιπτώσεις για τη συσχέτιση.
Για να μετατρέψει το setting σε κάτι ιερό, ο θεραπευτής πρέπει να τηρεί μια σειρά από βασικούς κανόνες:
α) Να επιλέξει ένα χώρο του οποίου οι τοίχοι θα βλέπονται και θα είναι προσβάσιμοι.
Δηλαδή, ο ασθενής να έχει την εναλλακτική να πλησιάσει έναν τοίχο και να ακουμπήσει το σώμα του σε αυτόν, χωρίς αυτό να συνεπάγει σημαντική απομάκρυνση από τον άλλο ούτε από τα μεσάζοντα αντικείμενα.
Γι’ αυτόν το λόγο οι τοίχοι πρέπει να βρίσκονται σε εύλογη απόσταση, ούτως ώστε να σεβαστεί η ιδανική απόσταση της σχέσης και ταυτόχρονα να έχει ο ασθενής τη δυνατότητα να αισθάνεται κοντά του το δοχείο του setting.
Τόσο το πάτωμα όσο και οι τοίχοι που μπορούν να χρησιμοποιηθούν με το σώμα πρέπει να είναι επενδυμένα με ξύλο, το οποίο επιτρέπει τη διέλευση των δονήσεων και της θερμοκρασίας την ίδια στιγμή.
Έτσι, αγγίζοντας, χαϊδεύοντας και επικρούοντάς τα μπορούν να θερμανθούν ή να χλιάνουν.
β) Να αδειάσει το χώρο, ούτως ώστε το setting να μπορέσει να καταληφθεί από όλα τα όσα θα ανήκουν στη συσχέτιση και στους συσχετιζόμενους.
Πρέπει να προσπαθήσει αυτός ο άδειος χώρος να είναι όσο το δυνατό λιγότερο μολυσμένος σε σχέση με ήχους, μυρωδιές, θερμοκρασίες, σχήματα, χρώματα, διάφορα στοιχεία που δεν ανήκουν στα μεσάζοντα αντικείμενα της συνάντησης.
Είναι απαραίτητο να κρεμαστεί έξω από το δωμάτιο μια πινακίδα στην οποία να διαβάζεται Μη κτυπάτε, μην ενοχλείτε, μη μπείτε, διεξάγεται συνάντηση.
Και άλλη μια που να δείχνει ότι απαγορεύεται η είσοδος φορώντας παπούτσια, δηλαδή, ότι στο setting μπαίνουμε ξυπόλητοι, όποιος και να είναι αυτός που μπαίνει.
Τίποτε δεν είναι αρκετό για να προστατεύσουμε το setting από τις θεσμικές εισβολές.
γ) Να τοποθετήσει τα μεσάζοντα αντικείμενα που θεωρεί απαραίτητα για τη βελτίωση της συσχέτισης και για να την προστασία της.
Τα μεσάζοντα αντικείμενα θα υπάρχουν καθ’ όλη της ανάπτυξης της συσχέτισης.
δ) Να χρησιμοποιηθεί πάντα κατά τη συσχέτιση η κατάλληλη ενδυμασία, όσο το δυνατό πιο απλή και η οποία δε θα παρεμβάλει καθαυτή στη σχέση.
Ας θυμηθούμε ότι ο θεραπευτής και το σώμα του είναι βασικό μέρος του μη λεκτικού του setting.
Συνοπτικά, η είσοδος στο setting σεβόμενοι αυτούς τους κανονισμούς, δημιουργεί από μόνη της μια αίσθηση ιερότητας, σεβασμού, αντίληψης των ενεργειών του ενός και του άλλου, αλλά επίσης των όσων το περιβάλλουν.
Είναι σε μια τέτοια στιγμή όπου η κβαντική ψυχολογία λειτουργεί πάνω στη διαδικασία της συσχέτισης.
Τήρηση και των 14 κανόνων μιας μη λεκτικής ψυχοθεραπευτικής συνάντησης.
Πάντα υπάρχουν δικαιολογίες για να μην τηρείται ο ένας ή ο άλλος κανόνας.
Δεν λείπουν οι αιτίες, κυρίως όταν ο θεσμός και η διεστραμμένη, μη ηθική του συμπεριφορά, επιβάλλουν την παράβλεψη μερικών κανόνων.
Παραδείγματος χάριν, ο κανόνας που τηρείται λιγότερο είναι η ανάγκη να υπάρχει χρονικό διάστημα τουλάχιστον 20 λεπτών για την προετοιμασία της συνάντησης.
Διάφορες είναι οι δικαιολογίες, όπως για παράδειγμα το ότι είναι μεγάλος ο αριθμός ασθενών που πρέπει να εξυπηρετηθούν κάθε μέρα.
Ο θεσμός δε διαθέτει τη δυνατότητα προσαρμοστικότητας και ελαστικότητας των θεραπευτικών χρόνων, την αντίληψη του ότι για να αναπτυχθεί μια συσχέτιση μπορεί να χρειαστεί μια ώρα ενώ για μια άλλη μόνο δέκα λεπτά.
Ο θεσμός δεν κατανοεί ότι οι συσχετίσεις δεν είναι επιβάτες που μπαίνουν και βγαίνουν από ένα τρένο ή ένα αεροπλάνο. Είναι πληγές που δε θεραπεύονται σε ένα λεπτό. Χρειάζεται χρόνος.
Ο θεραπευτής δεν μπορεί να εξυπηρετήσει άλλον ασθενή εάν κρατά ακόμα τη μυρωδιά του προηγουμένου ή εάν ακόμα διατηρούνται στο setting οι ήχοι του.
Διατήρηση της σιωπής.
Ο θεσμός είναι οικονομικός οργανισμός στον οποίο ο ασθενής είναι ένας αριθμός που πρέπει να αυξηθεί για να έχουν νόημα η ύπαρξη και η ισχύς της.
Γι’ αυτό τείνει να περιορίσει το χρόνο που αφιερώνεται στον κάθε ασθενή, τον οποίο μετατρέπει σε σήμα ενός ηλεκτρονικού αρχείου.
Εμβάθυνση στη συμπλήρωση των πρωτοκόλλων.
Τα πρωτόκολλα είναι μαρτυρία της ηθικής της συσχέτισης.
Σ’ αυτά συνοψίζεται όλη η συμπεριφορά του θεραπευτή σύμφωνα με τη συσχέτισή του με τον άλλο.
Το πρώτο πρωτόκολλο επιτρέπει την αυτοαναγνώριση πριν από τη συνάντηση και μπορεί να οδηγήσει στην απόφαση του να μην γίνει η συνάντηση εάν ο θεραπευτής καταλάβει ότι δε διαθέτει τη σωματική και συναισθηματική υγεία για να συγκρατήσει το χώρο και το χρόνο της εν λόγω συσχέτισης.
Όπως όταν ένας πιλότος αεροπλάνου μπορεί να αποφασίσει, αφού τήρησε τα πρωτόκολλα πριν από την απογείωση, να μην πετάξει σε περίπτωση που θεωρεί ότι το αεροπλάνο δεν είναι σε θέση να πραγματοποιήσει μια ασφαλή πτήση.
Ταυτοχρόνως, το πρώτο πρωτόκολλο επιτρέπει τη διαφοροποίηση μεταξύ των όσων συμβαίνουν στο θεραπευτή ως άνθρωπος και των όσων του άλλου θα αντιληφθεί και θα ρυθμίσει.
Μ’ αυτό τον τρόπο αποφεύγεται η σύγχυση και η σύν-τηξη των δικών του αισθημάτων και προθέσεων με αυτές του άλλου.
Το πρώτο πρωτόκολλο τού επιβάλλει την ανάρρωση, την επαν-αυταναγνώριση, την επιδιόρθωση, να προσέχει και να προστατεύει τον εαυτό του, να αποβάλει τα συναισθήματα που υπάρχουν μέσα του πριν από την αρχή μιας συνάντησης.
Η υποχρεωτική χρήση τουαλέτας, κοίταγμα στον καθρέφτη, συλλογισμός περί της ψυχικής του διάθεσης και η σωματική του αναγνώριση τον προειδοποιούν διακριτικά για την κατάστασή του με σκοπό να εξακολουθεί να προστατεύεται από το burn out και τα τυχόν acting out.
Όσο πιο κουρασμένος, θλιμμένος, χωρίς ενέργειες είναι ένας θεραπευτής, τόσο πιο επιρρεπής στο acting out κατά τη συσχέτισή του με τον άλλο.
Θεωρώ ακόμα και κατάλληλη την αναθεώρηση των Πλην (no – out) και των Συν (co – out) πριν από την αρχή της συνάντησης.
Είναι ένας τρόπος γρήγορης συνειδητοποίησης των όσων σίγουρα είναι ήδη αποτυπωμένα στη μνήμη του θεραπευτή, αλλά η αναθεώρησή τους ενόψει της συσχέτισης με τον άλλο, ο οποίος αναγνωρίζεται επίσης, του επιτρέπει να επιλέξει με περισσότερη ακρίβεια τα Πλην (no – out) που αισθάνεται ότι μπορεί να γίνουν και τα Συν (co – out) που δεν καταφέρνει να αναπτύξει στη σχέση τους.
Το πρωτόκολλο ΙΙ αντιμετωπίζει την ηθική του setting, για την οποία έχουμε ήδη μιλήσει.
Όμως, επιτρέπει επίσης στο θεραπευτή να αναγνωρίσει μερικά στοιχεία του σώματός του και των αισθημάτων του, τα οποία δεν αναφέρονται στο πρωτόκολλο Ι.
Οι ερωτήσεις για το πρόσωπο, τα χέρια και τη στρατηγική που σκέφτηκε τον αναγκάζουν να συλλογιστεί για πολύ βαθιές αισθήσεις σε σχέση με τον άλλο.
Η σκέψη του ιδίου μας προσώπου ως μάσκα, ως προσωπείο, μας φέρνει αντιμέτωπος με το λόγο για τον οποίο θέλουμε να χαμογελάσουμε ή να δείξουμε χαρά μπροστά από τον άλλο ή, αντιθέτως, σοβαρότητα ή αδιαφορία, τί συναισθήματα θέλουμε να κρύψουμε πίσω από αυτή τη μάσκα.
Όσον αφορά τα χέρια, τραβά την προσοχή μας στο τί θα τα κάνουμε, γνωρίζοντας ότι αποκαλύπτουν τα όσα το υπόλοιπο σώμα θέλει να εκφράσει.
Πού τα βάζουμε, τί θέλουν να κάνουν και τί θέλουν να εκφράσουν. Γιατί θέλουμε να τα κρύψουμε, μέσα στις τσέπες μας, γιατί τα σταυρώνουμε ή γιατί τα βάζουμε πίσω από το σώμα μας, θαρρείς και δεν έχουμε τίποτε να κάνουμε ούτε να πούμε.
Το πρωτόκολλο, όμως, του λέει:
Αυτά τα χέρια πρέπει να είναι έτοιμα για τα πάντα: για να εκφράσουν, να συγκρατήσουν, να προστατεύσουν, να προσέχουν, να υποστηρίξουν, να επιτρέψουν, να δεχθούν.
Πώς είναι αυτά τα χέρια, τί εκφράζουν, σε ποιά θέση βρίσκονται ή σε ποιά θα έπρεπε να είναι για να είναι έτοιμα για να καταφέρουν όλα τα προηγούμενα κατά τη συσχέτιση.
Η τελευταία ερώτηση του πρωτοκόλλου είναι βασική πριν από τη συνάντηση: Τι στρατηγική σκέφτηκα;
Ο θεραπευτής είναι άνθρωπος γεμάτος επιθυμιών και παλμών. Προετοιμάζεται για να αναμένει, να προσέχει, να αφουγκραστεί και να αντιληφθεί τον ασθενή.
Γι’ αυτό πρέπει να βρίσκεται σε κατάσταση προθυμίας απροθυμίας (σημαντικό οξύμωρο του Μοντέλου).
Όμως πρέπει να καταλάβουμε ότι ο θεραπευτής έχει επιθυμίες σε σχέση με τον εαυτό του, με τον άλλο και με τη συσχέτιση που θα ξεκινήσει.
Οπόταν, αυτή η ερώτηση αποσκοπεί ο θεραπευτής να αναγνωρίσει τουλάχιστον ποιές είναι αυτές οι επιθυμίες και να μπορέσει να τις χειριστεί κατά τη συνάντηση, ούτως ώστε αυτές να μην παρεμβαίνουν στη ρύθμιση.
Το τρίτο πρωτόκολλο παρά το ό,τι οι ερωτήσεις του είναι πολύ εστιασμένες και συμπληρώνεται λεκτικά, παρέχει τη δυνατότητα να εκφράσει μουσικές νότες. Όμως, πρέπει να περιγράφει επίσης τη μη λεκτική συσχέτιση που δημιουργείται μέσω της αντίληψης και της ρύθμισης των εκφράσεων του ασθενούς.
Γι’ αυτό το πρωτόκολλο Γ’, το οποίο συμπληρώνεται μετά από τη συνάντηση, είναι φαντασίωση του μη λεκτικού που παραμένει μέσα στο θεραπευτή. Και πρέπει να τη μαρτυρήσει.
Δηλαδή, ο θεραπευτής δεν πρέπει να συγκεντρωθεί στο να αναγνωρίσει στη μνήμη του τα φαινομενικά αληθινά γεγονότα που έγιναν, αλλά εκείνα που αντιλήφθηκε και τα οποία αποτυπώθηκαν στη μη λεκτική και στην αρχαϊκή του μνήμη.
Είπα φαινομενικά αληθινά γεγονότα επειδή, δεδομένου ότι η θεραπευτική συσχέτιση γίνεται στη διαχρονικότητα, στη διαχωρικότητα, στη μετ-εμφάνιση, διαπολικότητα και στη μετα-μεταβίβαση, δεν μπορούμε να θεωρηθούμε παντοδύναμοι και να νομίσουμε ότι αντιλαμβανόμαστε αληθινά γεγονότα, αλλά τις αισθήσεις και αντιλήψεις μιας τέτοιας ρύθμισης.
Γι’ αυτό μπορούμε να πούμε ότι το πρωτόκολλο είναι μετα-εμφανές.
Αυτό το τρίτο πρωτόκολλο έχει μόνο μια ερώτηση για τον θεραπευτή: Τί έκανα κατά τη συνάντηση, η οποία σημειώνει, πρώτα, ότι το πραγματικά σημαντικό είναι εκείνα που κατάφερε να εκφράσει ο ασθενής κατά το χρόνο και το χώρο που μπόρεσε να συγκρατήσει ο ψυχοθεραπευτής.
Ξέρουμε ότι ο ψυχοθεραπευτής προσπάθησε να ρυθμίσει, να συγκρατήσει, να προσέχει και να προστατεύσει εκείνο το χρόνο και το χώρο για να εκφραστεί ο ασθενής και για να κάνει όλα τα όσα ένιωθε ότι έβγαιναν από μέσα του.
Δεν υπάρχει τίποτε στο οποίο να εστιαστούμε από αυτά που έκανε ο ψυχοθεραπευτής μη κάνοντας τίποτε.
Αυτό είναι άλλο οξύμωρο του Μοντέλου.
Ο ψυχοθεραπευτής, μην κάνοντας τίποτε, κάνει.
Το πρωτόκολλο Δ’ επιστρέφει στην αναγνώριση του σώματός του, των συναισθημάτων του, των αισθήσεών του, των όσων άφησε ο ασθενής στο σώμα του θεραπευτή.
Η τελευταία ερώτηση του πρώτου μέρους του πρωτοκόλλου Δ’ λέει αίσθηση αντι-μεταβίβασης, αλλά νομίζω πως ήρθε η ώρα να την αλλάξουμε και να ρωτήσουμε για την αίσθηση της μετα-μεταβίβασης, επειδή οι αισθήσεις που βιώνονται κατά τη συσχέτιση είναι πολλαπλές, αναλόγως στιγμής.
Αποφυγή των acting – out με την τήρηση των Πλην (no – out) και τα Συν (co – out).
Η δουλειά μας στο μη λεκτικό γίνεται αποκλειστικά με το σώμα μας, το setting και τα μεσάζοντα αντικείμενα.
Γι’ αυτόν το λόγο, το μόνο που μπορεί να κάνει το σώμα είναι να εκφραστεί, και ταυτόχρονα δεν μπορεί να παύει να το κάνει.
Ακριβώς λόγω του αξιώματος του Βατζλάβικ: «Δεν είναι δυνατό να μην εκφράσουμε».
Το σώμα, τόσο αυτό του θεραπευτή όσο και εκείνο του άλλου –σ’ αυτή την περίπτωση του ασθενούς-, ξεγυμνώνεται στο μη λεκτικό.
Μέσω αυτού του εκ φύσεως ξεγυμνώματος, κάνει, δρα με την έννοια ότι περνά στην πράξη, ότι εξακολουθεί να πράττει, αφού εξακολουθεί να εκφράζει.
Αυτό σημαίνει ότι πρώτα οι εντάσεις και μετά οι παλμοί είναι στην επιφάνεια. Αισθάνονται, παρατηρούνται, αντιλαμβάνονται, ρυθμίζονται.
Είμαστε στα όρια του acting out, περνούμε στην πράξη.
Είμαστε στα όρια της έκφρασης των παλμών μας ή, τουλάχιστον, στα όρια της αίσθησης των αντικρουόμενων μας παλμών.
Ο θεραπευτής αισθάνεται αυτά τα όρια στο ίδιο του το σώμα, στο λαβύρινθο των παλμών του και μέσα από το χάος της σχέσης του με τον άλλο.
Εάν σε όλα αυτά, δηλαδή, στις ενέργειες των εσωτερικών μας παλμών, προσθέσουμε τις διάφορες εξισώσεις της κβαντικής ψυχολογίας που περιβάλλουν τον θεραπευτή, τότε αυτός αισθάνεται ότι είναι υποχρεωμένος να συνειδητοποιήσει την κάθε ένταση: τί αναμένεται από αυτόν, τους είτε παρόντες είτε απόντες παρατηρητές, τις θεσμικές διαστρεβλώσεις και τις ίδιες του τις καταδιώξεις του υπερεγώ.
Αυτό το ονομάζω τριπλή αποσύνδεση:
Να συνοδοιπορήσει τον ασθενή στην παλιμπαίδησή του προς τις παιδικές του σχέσεις με τον πατέρα, τη μητέρα και τα αδέρφιά του.
Να παραμένει στον τόπο της προοπτικής, εκεί από όπου ξεκίνησε για να συνοδοιπορήσει στην παλιμπαίδηση.
Να μη δεχθεί εισβολή από τις πτυχές της κβαντικής ψυχολογίας που περιβάλλουν τα όσα κάνει.
Η προηγούμενη έκφραση αφυπνίζει στο θεραπευτή την ανάγκη να εξακολουθεί να μην κάνει, τηρώντας τα Πλην (no – out). Ας θυμηθούμε ξανά ποιά είναι αυτά:
Εισβολή.
Ερμηνεία.
Παράδειγμα: Η ερμηνεία χρειάζεται στη λεκτική ψυχοθεραπεία επειδή η χρήση του λεκτικού αποκρύπτει τις εκφράσεις του ασυνειδήτου, τις οποίες δε γνωρίζει ο ασθενής. Ο θεραπευτής πρέπει να ερμηνεύσει τα λόγια του για να τον κάνει να καταλάβει το ασυνείδητο που κρύβεται πίσω τους.
Στο μη λεκτικό τα όσα εκφράζονται, τα όσα φανερώνονται είναι υπολανθάνοντα και το μη λεκτικό είναι η βασιλική οδός προς το ασυνείδητο.
Τα βιώνει διαμέσου της συσχέτισης και, ακριβώς λόγω της ανάπτυξης αυτής της συσχέτισης αναδόμησης και αποδόμησης, δίπλωσης και αναδίπλωσης, καταστροφής και οικοδόμησης, δημιουργήματος και χαλάσματος, πίστης και έλλειψης πίστης, βελτιώνεται η ποιότητα ζωής του άλλου.
Γι’ αυτό οι σκέψεις του Μοντέλου εξελίσσονται κάτω από αυτούς τους όρους.
Η δίπλωση πάνω σε όσα έχουν διπλωθεί, διπλώνοντας.
Το δημιούργημα πάνω σε όσα έχουν δημιουργηθεί, δημιουργώντας.
Η καταστροφή πάνω σε όσα έχουν καταστραφεί, καταστρέφοντας.
Και ούτως καθ’ εξής.
Δεν χρειάζεται να ερμηνεύσουμε τίποτε.
Άλλα Πλην (no – out):
Επαγωγή.
Έγχυση.
Έρευνα.
Παρέμβαση.
Από αυτό συνεπάγεται το να μην κάνουμε.
Το Μοντέλο διαφοροποιείται από τα άλλα στο ότι δε δέχεται τις παρεμβάσεις πάνω στο σώμα-νου του άλλου, ο οποίος είναι εντελώς κύριος του εαυτού του για να εκφραστεί ελεύθερα μέσα από το δοχείο του χρόνου και του χώρου που συγκρατεί ο θεραπευτής.
Πλημμύρα.
Πειραματισμός.
Ερέθισμα.
Διερεύνηση.
Αξιολόγηση.
Στιγματισμός.
Αισθητικοποίηση.
Παρατήρηση.
Η κβαντική ψυχολογία λέει ότι ο παρατηρητής αλλάζει τα όσα παρατηρεί και πολλές φορές καταλήγει να δημιουργήσει μια θεωρία συνεκτική με αυτά που έχει παρατηρήσει.
Είναι δύσκολη η συσχέτιση με τον άλλο χωρίς να τον παρατηρήσουμε, κυρίως όταν ο ρόλος είναι αυτός του θεραπευτή, αλλά για να μπορέσουμε να ρυθμίσουμε πρέπει να παύσουμε να παρατηρούμε. Όμως, πως να μην το κάνουμε;
Πώς να μην περιμένουμε να βρούμε κάτι στον άλλο, να μην ψάξουμε μια προσωπική επιθυμία σε αυτόν, πώς να μην...να μην κάνουμε τα Πλην (no – out) που οδηγούν στο ρόλο του παρατηρητή;
Στόχους.
Πρόταση.
Γοητεία.
Διάγνωση.
Η διάγνωση μας κάνει να κρίνουμε, να στιγματίσουμε και, πάνω από όλα, να παρατηρήσουμε και να βάλουμε στόχους. Η διάγνωση μας μπερδεύει.
Ας βάλουμε το παράδειγμα ενός αυτιστικού παιδιού που μπαίνει στο setting της μη λεκτικής ψυχοθεραπείας.
Αυτό το παιδί, πριν να μπει στο setting, σύμφωνα με την ιατρική παρατήρηση είχε έξι συμπτώματα που βρίσκονται στο Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο Ε’ (DSM- V) και τα οποία οδηγούν στη διάγνωση του αυτισμού.
Όμως, όταν μπαίνει στο setting και ενώπιον της συσχέτισής του με το ψυχοθεραπευτή, εξαφανίζονται τουλάχιστον πέντε από αυτά, το οποίο σημαίνει ότι, παρόλο που πρόκειται για το ίδιο αυτιστικό παιδί, σύμφωνα με το DSM- V θα έπαυε να είναι, κατά τη μη λεκτική συσχέτισή του με το θεραπευτή, αυτιστικό.
Ηχογράφηση.
Μαγνητοσκόπηση.
Υπάρχουν δυο βασικοί λόγοι για αυτό. Πρώτα, επειδή με την ηχογράφηση και τη μαγνητοσκόπηση δεν μπορεί να εγγυηθεί ποτέ το επαγγελματικό απόρρητο.
Δεύτερο, επειδή η μαγνητοσκόπηση εστιάζει την παρατήρηση και αποκλείει επίσης άλλες αντιλήψεις όπως η μυρωδιά, η θερμοκρασία, η αντίληψη των ενεργειών και η διάσταση του ραντάρ μας που είναι η αντίληψή μας. Επιπρόσθετα, στρεβλώνει όλα όσα γράφει.
Γι’ αυτό εμείς έχουμε πανοραμική αντίληψη, την οποία δεν έχει κανένα μηχάνημα.
Δωμάτιο του Γκέσελ.
Πρόκληση.
Στόχους.
Δωροδοκία.
Διαφθορά.
Ας θυμηθούμε τα Συν (co – out):
Συγκράτηση.
Συμπόρευση.
Έκφραση.
Αφιέρωση.
Συν-επικύρωση.
Ατένισμα.
Συλλύπηση
Παραχώρηση.
Συνδυασμός.
Συν-αρέσκεια.
Συν-μυρωδιά.
Συν-αφοσίωση.
Συμφωνία.
Εκτίμηση.
Συν-σιώπιση.
Συγκατάθεση.
Συν-σκέψη.
Αποκατάσταση.
Συγκίνηση.
Συν-συγκίνηση.
Συν-δημιουργία.
Συν-γέννηση.
Επίγνωση.
Συμπόνια.
Ολοκλήρωση.
Συν-μοίρασμα.
Συν-ρύθμιση.
Επικοινωνώ.
Συνεργασία.
Συνεργασία.
Συν-χάος.
Συν-περιορισμός.
Παρηγοριά.
Εμπιστοσύνη.
Συγ-καθρέφτισμα.
Συν-φώνηση.
Αντιμετώπιση.
Συν-βάδισμα.
Συν-οργασμός.
Συν-έμπνευση.
Σύγκλιση.
Συν-ταίριασμα.
Συγκέντρωση.
Συμφόρηση.
Ας επιστρέψουμε στις 9 ηθικές αρχές:
Συνεχής διδακτική μη λεκτική ψυχοθεραπεία, τόσο ατομική όσο και ομαδική, για ελάχιστο ετήσιο αριθμό ωρών.
Η διδακτική μη λεκτική ψυχοθεραπεία είναι το συκώτι που αποτοξινώνει το ψυχοθεραπευτή και του επιτρέπει να εμβαθύνει στην ίδια του την αναγνώριση.
Μέσω αυτής ο θεραπευτής εξασκεί την αποσύνδεση, μειώνοντας έτσι τις επιπτώσεις της, δηλαδή, τη χρόνια κόπωση η οποία συμβαίνει κάθε φορά που το σώμα του εκτίθεται στον άλλο: στην αγκαλιά, στο χάδι, στο κτύπημα, στην ώθηση, στην κραυγή, στο να αγγίξει και να αγγιχθεί, στην πίεση, στην ένταση, στην εισβολή της εδαφικότητάς του, στην απόρριψη, στην αδιαφορία, στο τίποτα, στον κανένα.
Ταυτόχρονα εξασκείται επίσης στην τριπλή σύνδεση, η οποία καθιστά δυνατή την τυχόν παρατήρηση των άλλων.
Εκείνα που αισθάνεται ότι οι άλλοι, ακόμα και ο ίδιος ο ασθενής, αναμένουν από αυτόν.
Εποπτεία της κλινικής δραστηριότητας.
Εγγύηση του επαγγελματικού απορρήτου της θεραπευτικής συσχέτισης.
Το επαγγελματικό απόρρητο του μη λεκτικού είναι πολύ πιο σημαντικό από το επαγγελματικό απόρρητο του λεκτικού, επειδή ενώ με τα λόγια μπορούμε να κρύψουμε όλα τα είδη συναισθημάτων και αισθημάτων, στο μη λεκτικό τόσο ο ασθενής όσο και ο θεραπευτής ξεγυμνώνονται ενώπιον της συσχέτισης.
Ως εκ τούτου είναι βασικό ο θεραπευτής να τηρεί το επαγγελματικό απόρρητο όλων των όσων συμβαίνουν κατά τη μη λεκτική συσχέτιση.
Γι’ αυτό το αρχείο με τα πρωτόκολλα πρέπει να είναι κλειδωμένο, για να μην μπορέσει κανείς να τα διαβάσει. Τα πρωτόκολλα είναι μέρος του επαγγελματικού απορρήτου του μη λεκτικού του ασθενούς.
Γι’ αυτό ένα από τα Πλην (no – out) είναι η ηχογράφηση, η μαγνητοσκόπηση, το κάτοπτρο οπισθοπορείας, δηλαδή, το δωμάτιο του Γκέσελ.
Τίποτε που θα μπορούσε να σπάσει ή που υποψιάζεται ότι θα μπορούσε να σπάσει το επαγγελματικό απόρρητο δεν μπορεί να γίνει.
……………………..
Η δουλειά στο μη λεκτικό επιτρέπει την κατανόηση και την πρόληψη των κοινωνικών φαινομένων που πλήττουν την ανθρωπότητα του 21ου αιώνα.
Σήμερα η ανθρωπότητα υφίσταται την πανδημία που εγώ αποκαλώ συμπορευόμενη απομόνωση πιθανά μια από τις πιο σοβαρές που υπέστη ο άνθρωπος και μια από αυτές που εξαλείφονται πιο δύσκολα.
Σε αυτή την πανδημία δεν υπάρχει ιός ή βακτηρία που να προκαλέσει συγκεκριμένη ασθένεια, αλλά η ανάπτυξη της τεχνοπαθολογίας της απομόνωσης.
Πολλές φορές τα επιστημονικά-τεχνολογικά ευρήματα της ανθρωπότητας και τα θετικά τους αποτελέσματα και εφαρμογές έχουν αρνητικές παράπλευρες επιπτώσεις που, αν δε λαμβάνονται υπόψη, μπορούν να ακυρώσουν και να εξουδετερώσουν την επιτυχία τους.
Το σώμα κάθε ανθρώπου έχει σήμερα μια επέκταση που ονομάζεται κινητό τηλέφωνο, IPAD, ψηφιακό τηλέφωνο, υπολογιστής, κλπ.
Αυτή η τεχνολογική ανάπτυξη που είναι ενσωματωμένη στο σώμα μας επιτρέπει την επαφή όλων με όλους.
Τα κοινωνικά δίκτυα πολλαπλασιάζονται γεωμετρικά. Η πραγματικότητα, όμως, είναι ότι έχουμε χάσει κάθε δυνατότητα επικοινωνίας.
Ο ψυχαναλυτής Σπιτς παρατήρησε στα νοσοκομεία τα άρρωστα νεογέννητα, τα οποία απομακρύνονταν από τις μητέρες τους και από το οικογενειακό τους περιβάλλον, και τα οποία πέθαιναν μυστηριωδώς ακόμα και όταν η φυσιολογία τους λειτουργούσε ομαλά. Πρόσεξε ότι σε αυτές τις περιπτώσεις έλειπε ένα στοιχείο το οποίο οι εκάστοτε ιατροί δεν ήταν σε θέση να προσφέρουν: τρυφερότητα, ένα χάδι, αγάπη, λόγια που να μην ήταν επιστημονικά αλλά άυλη, υποκειμενικά.
Όταν ο Σπιτς ενημέρωσε τις νοσοκόμες που ήταν υπεύθυνες για αυτά τα παιδιά, όταν τους είπε ότι ήταν απολύτως απαραίτητο για ένα μωρό να έβλεπε ένα χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπο εκείνου που το πρόσεχε, το ποσοστό θνησιμότητας των εν λόγω παιδιών μειώθηκε από το 90% στο 10%.
Κατ’ επέκταση, το απομονωμένο παιδί ως έννοια μετατρέπεται στο νεαρό και ενήλικα απομονωμένο εξαιτίας θραύσης στα κανάλια επικοινωνίας του.
Χωρίς να φτάσουμε στο άκρο των περιπτώσεων του Σπιτς, σήμερα παρατηρούμε παιδιά και ενήλικες με σοβαρές διαταραχές επικοινωνίας παρόλο που ζούμε στον αιώνα της μαζικής επικοινωνίας.
Όλοι μας υφιστάμεθα τη συμπορευόμενη απομόνωση.
Στα υπάρχοντα δίκτυα επικοινωνίας μας λείπει το πρόσωπο του άλλου, το βλέμμα, οι χειρονομίες, η αφή, η μυρωδιά του, η θερμοκρασία του αλλά πάνω από όλα, η ανταλλαγή ενεργειών. Έχουμε μπροστά μας την άλλη πλευρά του φεγγαριού ή τα οξύμωρα.
Το οξύμωρο είναι λογικό σχήμα που χρησιμοποιεί δυο έννοιες με αντίθετη σημασία σε ένα μοναδικό όρο που γεννά μια τρίτη έννοια.
Εγώ θα πρόσθετα ότι γεννά άλλες άπειρες έννοιες.
Δεδομένου ότι η κατά γράμμα σημασία του είναι αντίθετη, παράλογη, όπως για παράδειγμα αιώνια στιγμή, το οξύμωρο κάνει τον άλλο να κατανοήσει ή να εισέλθει στη διαχρονικότητα και στη διαχωρηκότητα.
Άλλο παράδειγμα: Η εκκωφαντική σιγή.
Εάν ξεκολλήσουμε το οξύμωρο από τη γλωσσολογική του σημασία, μπορούμε να συμπεραίνουμε ότι σε όλες του τις πράξεις και εκφράσεις ο άνθρωπος συμπεριλαμβάνει αυτή την αντίφαση που επαναδημιουργεί μια καινούρια σημασία για τον άλλο και κατ’ επέκταση για τον ίδιο του τον εαυτό. Για αυτό τον 21ο αιώνα άρχισε η ανάπτυξη της τεχνοπαθολογίας της απομόνωσης.
Και όταν λέμε συμπορευόμενη απομόνωση εννοούμε βαθιά επιθυμία επικοινωνίας με τον άλλον αλλά ταυτόχρονα τεράστια δυσκολία που μετατρέπει το σύστημά μας σε εικονική επικοινωνία μέσω από την οποία το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να φανταστούμε τον άλλον κάπου αλλού και από τον οποίο δε λαμβάνουμε εκείνα τα ουσιαστικά στοιχεία που ανακάλυψε ο Σπιτς, το χαμόγελο του άλλου, η επιθυμία του, το χάδι, η αγκαλιά, η μυρωδιά και η αντίληψή του.
Η ηθική του Μοντέλου αναφέρεται στην επικοινωνία με τον άλλο σαν μοναδικό και ανεπανάληπτο όν.
Για να τελειώσω θα σας αφήσω μερικές σκέψεις που θα είναι το σημείο αφετηρίας για τους συλλογισμούς στους οποίους θα εμβαθύνουμε σε αυτό το συνέδριο.
Η ηθική του χάους.
Το χάος είναι η αληθινή είσοδος στη δημιουργική μας διάσταση.
Στην ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα, το Χάος προσωποποιούσε το αρχαϊκό κενό πριν από τη δημιουργία του κόσμου, σε μια εποχή όταν η τάξη δεν είχε επιβληθεί στον κόσμο.
Για τους εβραίους η λέξη χάος σημαίνει επίσης έρημος και κενό.
Τότε το χάος πρόκειται για το σύμβολο της αδιαφοροποίησης και της ανυπαρξίας, όπως επίσης όλων των δυνατοτήτων, ακόμα και εκείνων που αντιτίθενται περισσότερο.
Ο μπενεντζονιανός ψυχοθεραπευτής πρέπει να είναι ικανός να περιμένει να γεννηθούν τα γεγονότα και να τα ατενίσει.
Η αυτοοργάνωση του χάους δίνει τη δυνατότητα για τη γέννηση των προϋποθέσεων που επιτρέπουν την εδραίωση ενός περάσματος στο τοπίου που δημιουργείται μεταξύ ασθενούς και ψυχοθεραπευτή. Η αίσθηση της απουσίας, που είναι το πραγματικό ερέθισμα του νευρώνα, είναι ο χώρος μεταξύ μιας απουσίας και άλλης.
Είναι ακριβώς κατά τη συσχέτιση μεταξύ ασθενούς και ψυχοθεραπευτή που γίνεται η αίσθηση του χάους, και είναι προτέρημα του ψυχοθεραπευτή να κολυμπήσει μέσα από αυτό χωρίς να φοβάται με σκοπό τη θεμελίωση μιας σχέσης που θα βελτιώνει την ποιότητα ζωής του άλλου, σε αυτή την περίπτωση, του ασθενούς.
Ο Φρίντριχ Νίτσε, με δική του γλώσσα από αφορισμούς και μεταφορών, είπε μια πρόταση από τις πιο βαθιές και ποιητικές, ιδανική για να συλλογιστείτε:
“Πρέπει να έχει κανείς χάος μέσα του για να μπορέσει να γεννήσει ένα αστέρι που χορεύει.”
Στην αρχαϊκή μήτρα του χάους βρίσκεται το άμορφο έμβρυο που φεύγει από το χρόνο και το χώρο.
Η ηθική της αποδοχής και της συγκράτησης της σύγκρουσης.
Ο ψυχοθεραπευτής του μη λεκτικού, κατά τη συσχετική του εμπειρία, επιθυμεί και τείνει να αναδιοργανώσει την αποβολή, αναζητώντας μια ισορροπία όπου να επικρατήσει η επανάληψη, η πρόβλεψη, ο κύκλος, η τακτικότητα, η συμμετρία, η απλότητα, η διαίρεση, η ισοτιμία, κλπ.
Το καλύτερο παράδειγμα είναι η δημιουργία του δυαδικού ρυθμού που εκφράζεται ταυτόχρονα στο διάλογο μεταξύ ασθενούς και ψυχοθεραπευτή.
Όμως, προκύπτουν τα εξής αναπόφευκτα ερωτήματα: Πότε ακριβώς γίνεται η έκρηξη του συναισθήματος; Πώς εγκαθίστανται η μεταβίβαση και η αντιμεταβίβαση;
Όταν υπάρχει σύγκρουση ανάμεσα στο αμετάβλητο ή ανάμεσα σε δυο αμετάβλητα που αντιτίθενται. Όταν κάτι διακόπτεται.
Εκείνη τη στιγμή ο ψυχοθεραπευτής πρέπει, κατά τη ρύθμισή του, να αντιληφθεί το συναίσθημα που γεννιέται, το οποίο τον ωθεί να προσπαθήσει να επιστρέψει στην προηγούμενη ισορροπία ή να εξουδετερώσει αυτή τη μοναδική και ανεπανάληπτη χρονική-χωρική κατάσταση της έκφρασης του άλλου.
Τί σημαίνει όταν ένας ασθενής, κατά την τακτική δυαδική επίκρουση, ξαφνικά κτυπά δυνατά το τύμπανο;
Είναι το κτύπημα της μη λεκτικής του ιστορίας, είναι η έναρξη των μη λεκτικών σωματικών διασυνδέσεων που συνδέουν τη μη λεκτική μνήμη με την αρχαϊκή μνήμη, που ενοχλεί και επαναλαμβάνεται στην υφιστάμενη συσχέτιση της μη λεκτικής ιστορίας η οποία υφαίνεται ξανά μαζί με το ψυχοθεραπευτή.
Εδώ περισσότερο από οπουδήποτε αλλού εμφανίζονται τα Πλην (no – out) της ηθικής:
Παρέμβαση.
Εισβολή.
Ερμηνεία.
Ο ψυχοθεραπευτής πρέπει να μάθει να κολυμπά σε φουρτουνιασμένη θάλασσα όπου, ενώπιον μια σειρά από δυνατά κτυπήματα ενός ασθενούς, δεν αποφασίζει ανάμεσα στην κάθαρση, το acting out ή στο εάν θα πρέπει να απαντήσει με τη μίμηση, με κάτι προβλέψιμο ή, αντιθέτως, με κάτι απρόβλεπτο. Είναι σε αυτούς τους σκοτεινούς κώνους όπου η δημιουργικότητα παράγει φώς.
Υποχρέωση μας είναι να διευρύνουμε την όψη για να δούμε ταυτόχρονα και τις δύο πλευρές του ιδίου νομίσματος σε οποιαδήποτε συγκεκριμένη κατάσταση οποιασδήποτε διαδρομής, να μπορέσουμε να ενώσουμε το μερικό και το συνολικό, το συγκεκριμένο και το αφηρημένο, τη συμφωνία με τα αντίθετα.
Η γλώσσα είναι διαδοχική, το μη λεκτικό είναι ταυτόχρονο.
Γι’ αυτό, δεν υπάρχει κάτι καλύτερο για να θέσω το τέρμα παρά τα λόγια του ποιητή Βόρχες:
Μερικές φορές το απόγευμα ένα πρόσωπο
μας κοιτάζει από το βάθος ενός καθρέφτη.
Η τέχνη πρέπει να είναι όπως αυτός ο καθρέφτης
που μας αποκαλύπτει το δικό μας πρόσωπο.
Ευχαριστώ πολύ.
Ρολάντο Μπένεντζον.